Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τα παπούτσια μας είναι

  • 1 όμοιος

    α, ο[ν]
    1) одинаковый, ровный;

    όμοια τύχη — одинаковая судьба;

    2) похожий, подобный;

    τα παπούτσια μας είναι όμοια — наши туфли похожи;

    3) одинаковый, тождествен- ный; равносильный, равноценный;

    § όμοιος ομοίω αεί πελάζει — или ο όμοιος τον όμοιο κι' η κοπριά στα λάχανα — погов, свой свояка видит издалека; — рыбак рыбака видит издалека;

    καί τα τούτοις όμοια — и тому подобное;

    του ανταπέδωσε τα όμοια — он ему ответил тем же

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όμοιος

  • 2 γίνομαι

    (αόρ. έγινα, (ε)γίνηκα и γένηκα, υποτ. αόρ. να γίνω, γίνω и γενώ, προστ. γίνε)
    1) возникать, появляться; από τότε πού έγινε ο κόσμος с тех пор как стоит мир; 2) осуществляться, совершаться; иметь место; состояться;

    αύριο θά γίνει η συνάντηση — завтра состоится встреча;

    η συνεδρίαση δεν έγινε заседание не состоялось;
    έγιναν πολλές αλλαγές произошло много изменений; 3) делаться, становиться; превращаться;

    γίνομαι δάσκαλος — становиться учителем;

    γίνομαι πλούσιος — разбогатеть;

    τό σπίτι έχει γίνει ερείπιο — дом превратился в развилины;

    έγινε με σπίτι он стал теперь владельцем дома;

    θα γίνεν γελοίος — он сгинет посмешищем;

    δεν θα γίνει ποτέ του τίποτε — из него никогда ничего не выйдет;

    πώς έγινε έτσι;
    а) как он стал таким?; б) как это могло случиться?; όπως έγινε γνωστό... как стало известно...; 4) уродиться, вырасти; созревать, поспевать;

    όταν γίνουν τα σταφύλια — когда созреет виноград;

    τό σιτάρι γίνεται εδώ — здесь растёт пшеница;

    5) быть готовым;

    πότε θα γίνει το φαί; — когда будет готова еде?;

    δεν έγιναν ακόμη τα παπούτσια μου мой ботинки ещё не готовы;

    όλο γίνεται αυτός ο δρόμος — как долго строится Зга дорога;

    6):

    τρία και τέσσερα γίνονται επτά — три и четыре—семь;

    7) годиться, подходить, быть впору;

    αυτό το παλτό δεν σού γίνεται — это пальто тебе мало;

    8) случаться, происходить;

    τί (μού) γίνηκες; — что с тобой случилось?, куда ты пропал?;

    τί έγινε αυτός; что с ним случилось?; куда он пропил?;

    τι γίνβται η υπόθεση μας; — в каком состоянии наше дело?;

    τί γίνεται εκεί; — что там происходит?;

    9) τριτοπρόσ. становится возможным, вероятным;

    πράγμα πού γίνεται — это вполне возможно, вероятно;

    δε γίνεται — или πράγμα πού δε γίνεται — это невозможно, невероятно;

    10) απρόσ. нужно, должно; следует, подобает;

    δεν γίνεται να βγαίνεις έξω μοναχή — тебе не следует выходить одной;

    γίνεται να είναι τόσο κουτός; — неужели он такой дурак?;

    § τό γί(γ)νεσθαι филос, становление; непрерывное движение н изменение (материи);

    γίν καλά — поправляться, выздоравливать;

    γίνομαι άνω-κάτω — а) очень расстроиться; — возмущаться; — б ) быть в полном беспорядке (о вещах);

    γίνομαι έξω φρενών — выходить из себя;

    γίνετατ γνωστό — доводится до сведения;

    δεν ξέρα τί τού γίνεται — а) он ни черта не смыслит в этом; — б) он совсем не в курсе дела;

    έγινε τού κουτρούλη ο γάμος там были большая суматоха, неразбериха;
    άν, ό μη γένοιτο... не дай бог, если...;

    τί θα γίνουμε! — что с нами будет!;

    γένοιτο! пусть будет так!;
    γενηθήτω... книжн, да будет...; γενηθήτω φως! да будет свет!;

    τί (μοβ) γίνομαι εσαι; — как поживаешь?; — как дела?;

    ότι γίνει άς γίνει — будь, что будет;

    ό γέγονε γέγονε что сделано, то сделано;
    τα γενόμενα ουκ απογίνονται погов, что сделано, назад не воротишь; ничего не поделаешь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γίνομαι

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • κολλητός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κολλημένος, αυτός που έχει συνδεθεί με κόλλα: Τα παπούτσια αυτά δεν είναι καρφωτά, αλλά κολλητά. 2. αυτός που είναι πολύ κοντά σε άλλον: Το σπίτι μας είναι κολλητό με το σπίτι του υπουργού. – Καθόμαστε κολλητά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»